τηκεδων

τηκεδων
    τηκεδών
    -όνος ἥ
    1) угасание, увядание, утрата сил Hom.
    2) разложение, гниение
    

(σαρκός Plat.)

    3) таяние
    

(τῶν πάγων Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τηκεδων" в других словарях:

  • τηκεδών — melting fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδών — όνος, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. τακεδών Α (για χιόνι) τήξη, λειώσιμο («διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων, πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι», Διόδ.) αρχ. 1. μαρασμός, βαθμιαία, συνεχής φθορά τού σώματος («οὔτε τις οὖν μοι νοῡσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα… …   Dictionary of Greek

  • τηκεδόνα — τηκεδών melting fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδόνας — τηκεδών melting fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδόνες — τηκεδών melting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδόνι — τηκεδών melting fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδόνος — τηκεδών melting fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδόσι — τηκεδών melting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηκεδονικός — ή, όν, Α [τηκεδών, όνος] (μόνον στο ουδ.) αυτός που τήκεται ή αυτός που φθείρεται …   Dictionary of Greek

  • ψηκεδών — όνος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κονιορτός». [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < θ. ψη τού ψήω* / ψῆν κατά το τηκεδών*] …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՇՈՒԱԾ — (ոյ.) NBH 2 0210 Chronological Sequence: Unknown date գ. τηκεδών liquatio, tabes. Մաշումն. հալումն. մաշեալ մասն. փտութիւն. *Յորժամ մաշեսցի միտքն, վերստին դարձել զմաշուածն յերակքն հանէ. Պղատ. տիմ.: *Զայս ամենայն մաշուածս մատաղագոյն մարմնոյն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»